- προσλεύσσειν
- προσλεύσσωlook onpres inf act (attic epic)προσλεύσσωlook onpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφίμερος — ἐφίμερος, ον (Α) επιθυμητός, ποθητός, αγαπητός («ἡ τέκνων ὄψις ἐφίμερος προσλεύσσειν ἐμοί», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵμερος «ποθητός»] … Dictionary of Greek